ξέστρωμα

ξέστρωμα
το [ξεστρώνω]
1. η αφαίρεση, το σήκωμα τών στρωμάτων, τών στρωσιδιών ή τών καλυμμάτων («το ξέστρωμα τών χαλιών»)
2. μτφ. έντονη επίπληξη σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξέστρωμα — το, ατος η πράξη του ξεστρώνω, αφαίρεση στρωμάτων ή καλυμμάτων επίπλων: Ξέστρωμα του κρεβατιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”